τριπεπτίδιο

τριπεπτίδιο
το, Ν
(βιοχ.)
πολυπεπτίδιο που παρέχει με υδρόλυση τρία αμινοξέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tripeptide < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + peptide (πρβλ. πεπτίδιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”